πεζοδρόμος

πεζοδρόμος
-ο / πεζοδρόμος, -ον, ΝΜ
αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεζοδρόμος
αυτός που βαδίζει πεζή, πεζοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ταχυ-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεζόδρομος — ο δρόμος που προορίζεται μόνο για πεζούς και όπου απαγορεύεται η κυκλοφορία και το παρκάρισμα αυτοκινήτων …   Dictionary of Greek

  • πεζοδρόμος — ο ο πεζοπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζοδρομώ — έω, ΝΜ νεοελλ. 1. βαδίζω πεζή, πεζοπορώ 2. μετατρέπω δρόμο για την κυκλοφορία οχημάτων σε δρόμο αποκλειστικά για την κυκλοφορία πεζών μσν. διαγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «τρέχω σε αγώνα δρόμου» < πεζοδρόμος, ενώ με τη… …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

  • νυχτοπεζοδρόμος — ο αυτός που πορεύεται τη νύχτα για διαβίβαση επιστολής («πέφτει στην τραχηλιά τού Φωτεινού ο νυχτοπεζοδρόμος», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + πεζοδρόμος] …   Dictionary of Greek

  • πεζοδρομία — η τρέξιμο ή περπάτημα με τα πόδια, πεζοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • πεζοπόρος — ο / πεζοπόρος, ον, ΝΜΑ αυτός που πορεύεται στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, οδοιπόρος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. α) αυτός που διανύει μια απόσταση με τα πόδια στην ξηρά, πεζοδρόμος β) αυτός που είναι ικανός για πεζοπορία («είναι δεινός πεζοπόρος») γ)… …   Dictionary of Greek

  • ξάγναντο — το τόπος απ όπου μπορεί κανείς να βλέπει μακριά και γύρω γύρω, να ξαγναντεύει, ανοιχτωσιά, ξέφωτο: Κανένας πεζοδρόμος στο ξάγναντο δε φαίνεται (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζοπόρος — α, ο πεζοδρόμος, οδοιπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”